Τα σκαλιά... | Της Μαρίας Σεμερτζίδου

Μέσα στις μυρωδιές η ζωή της, πότε κανέλλα και πότε δυόσμος. Καθώς ανακάτευε την κατσαρόλα της, ανακάτευε τα όνειρα της. Το μικρό της βασίλειο, η κουζίνα της. Με ένα χαμόγελο υποδεχόταν στην αυλή της περαστικούς, οικογένειες, φίλους.

Φορούσε την ποδιά της και έπιανε τα μαλλιά της σφιχτά. Κάθε που έσφιγγε τον κότσο της, σημάδι πως είχε κουραστεί…

 Από την αυλή της απλώνονταν η θάλασσα. Όλες οι αποχρώσεις του μπλε στα πόδια της . Από το παραθυράκι της παρατηρούσε τον κόσμο στα τραπεζάκια.. Ζευγάρια, κάποια ερωτευμένα..κάποια μαλωμένα.. οικογένειες, παρέες.

 Αμέσως καταλάβαινε τα πρώτα ραντεβού και εκεί ήταν που τους χάριζε όλη της τη μαγεία και αν κάποιοι ήταν σκυθρωποί μετά από καβγά τους έβαζε αγάπη αντί για λάδι. Και όταν για λίγο ησύχαζε, έτρεχε το μυαλό της..

Πώς να ήταν γι’ αυτήν ο έρωτας;

Σε ποια από τις γεύσεις που ήξερε θύμιζε το πάθος;

Και αν πονά η αγάπη, τί τη βοηθά για να λησμονηθεί ο πόνος ;

Όμως ο έρωτας δε σε  ρωτά, έρχεται μοναχός του.

Σε παρατηρεί τόσο ώστε να ξέρει κάθε σπιθαμή από το χαμόγελο σου.

Κι όταν αυτός ανέβηκε τα σκαλιά της και κάθισε σε ένα από τα τραπεζάκια της, την κοίταξε. Ίσως και να θέλει ο έρωτας το χρόνο του, μα όταν την πήρε αγκαλιά το μόνο που τη ρώτησε «Αν πονέσουμε;»…. «Εμένα μου αρκεί που ήρθες..» του είπε.

Της Μαρίας Σεμερτζίδου