http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/rotator.anagnostougk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/gk-is-145link
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/EVAGGELIOU.voithathrwpoicovergk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/pangalosgk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/tsokoscovergk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/mandalicover678gk-is-145.jpglink
0 1 2 3 4 5

Τα Χρωματιστά Μαντίλια | Της Σοφίας Δημοπούλου - Πύρζα

Πάντα της άρεσαν τα μεγάλα καταστήματα. Να τριγυρνάει από όροφο σε όροφο, να χώνεται ανάμεσα στα πολύχρωμα εμπορεύματα, τα ρούχα, τα παπούτσια , τα αρώματα και να φαντάζεται τον εαυτό της σαν σταρ, σαν την πιο λαμπερή σταρ.
 
Σπάνια ψωνίζει κάτι. Ο μισθός της ως γραμματέως ιατρού, ίσα ίσα που της επιτρέπει να τα φέρνει βόλτα με τα του οίκου της. Ευτυχώς που δεν έχει και οικογένεια να συντηρεί. Της αρκεί λοιπόν να περιδιαβαίνει τα καταστήματα και να φαντάζεται. Πως φοράει τα όμορφα ρούχα που κρέμονται στις κρεμάστρες, πως περπατάει με τα δεκάποντα τακούνια που αραδιάζονται στους πάγκους, πως τυλίγεται με τα ζεστά παλτό που φιγουράρουν στις κούκλες. Και στο τέλος της βόλτας να έχει τόσο χορτάσει από την εικόνα των ωραίων πραγμάτων, που πια δεν της αρέσουν, δεν της δημιουργούν καμία επιθυμία να τ’ αγοράσει. Χορταίνει το μάτι, χορταίνει η αφή από το άγγιγμα των αφράτων υλικών, χορταίνει η όσφρηση απ’ τη μυρωδιά του καινούριου κι εκείνη παίρνει το δρόμο προς το μικρό της διαμέρισμα ευχαριστημένη από την χαλαρή της βόλτα. Οχι πως δεν ψωνίζει κιόλας καμιά φορά. Ολο και κάποιο καλλυντικό ανακαλύπτει πως της λείπει, κανένα κραγιόν από αυτά που κάνουν τα χείλη να λάμπουν, καμία καινούργια μάσκαρα που κάνει τις βλεφαρίδες τεράστιες. Κι ύστερα σπίτι να προβάρει μόνη μπροστά στον καθρέφτη τα αποκτήματά της, να νιώθει νέα και θελκτική.
 
Είναι ακόμα νέα και θελκτική. Αλλά ο Θόδωρος την άφησε πριν πέντε μήνες, μετά από πέντε χρόνια σχέση, για μια Μαίρη, ούτε πιο ωραία , ούτε πιο έξυπνη, ούτε πιο πλούσια από αυτήν. Και με τόσο κοινό όνομα ! Ο Θόδωρος, ο δικός της Θόδωρος έφυγε παίρνοντας μαζί του όλη την προηγούμενη ζωή της, τις βόλτες στην παραλία, τις εκδρομές του Σαββατοκύριακου, το παγωτό στην πλατεία, τα ούζα στο Μικρολίμανο.
 
Το μόνο που της άφησε ήταν οι βόλτες στα μαγαζιά. Από αυτές, τίποτα μαζί του δεν θυμόταν, αφού ο Θόδωρος μισούσε και βαριόταν τα ψώνια. Μονάχα αυτή η βόλτα την ξεκουράζει πια, μ’ αυτήν μπουκώνει την ψυχή της. 
 
Περισσότερο απ’ όλα της αρέσει να χαζεύει το τμήμα των αξεσουάρ. Ολος αυτός ο κόσμος από ζώνες, τσάντες και φουλάρια την συνεπαίρνει. Κυρίως τα φουλάρια. Περνά το χέρι ανάμεσα από τις αέρινες κουρτίνες που σχηματίζουν κρεμασμένα από τις μύτες τους, αισθάνεται την αμυδρή τους κίνηση , την πολύχρωμη παρουσία τους, την περιττή τους ύπαρξη. 
 
Σαν φτερούγες πουλιών, λες κι έχουν δική τους υπόσταση, νομίζει πως ζωντανεύουν κάτω από το χάδι της. Σαλεύουν, τα χρώματά τους ανακατεύονται, οι ρίγες τους μπλέκονται, προβάλλουν απ’ το πανί, γίνονται νήματα απέραντα που την τυλίγουν. Ενα ατέλειωτο κουβάρι από χρωματιστές ρίγες σχηματίζεται στα πόδια της , ένα κουβάρι από μεταξωτές κλωστές που την τυλίγει από κάτω προς τα πάνω, ώσπου το βλέμμα της να φυλακιστεί πίσω από ένα παραπέτασμα χρωμάτων. Τότε η καρδιά της χτυπά δυνατά. Δεν βλέπει πια τίποτα. Δεν ακούει πια τίποτα. Μονάχα τις κλωστές αισθάνεται που την πνίγουν, που φυλακίζουν τα μέλη της. Το μόνο που τη νοιάζει είναι να ελευθερώσει τα χέρια της, να σπάσει το πολύχρωμο κουκούλι της και σαν την πεταλούδα να αναδυθεί. Μια φωνή μέσα της φωνάζει « Μπορείς ! Τώρα ! Κάντο!», μια άλλη συνεχίζει « όχι, μη, σε βλέπουν!». Μικρή φωνή, αδύναμη που στο τέλος αντιλαμβάνεται την αδυναμία της και υποχωρεί. Απλώνει το χέρι, ναι, το ελευθερώνει εύκολα, σκίζει το πέπλο της και το ελευθερώνει. Αρπάζει ένα φουλάρι, τι χρώμα είναι δεν ξέρει, δεν έχει και τόση σημασία. Ετσι κι αλλιώς ποτέ δεν τα φοράει, δεν φοράει ποτέ της φουλάρια. Σημασία έχει που μπόρεσε να σπάσει το κουκούλι της , να αποκαλύψει τη δύναμή της. Το κρύβει στην τσάντα βιαστικά και επιδέξια, το λάφυρό της, τη χρωματιστή της λεία, την τροφή της ψυχής της. 
 
Τότε ηρεμεί. Το νευρικό της σύστημα ησυχάζει τόσο, που θέλει να γύρει στον πάγκο με τις τσάντες και να κλείσει τα μάτια. Να αφεθεί στην γλυκιά θαλπωρή ενός ύπνου δίχως ενοχές και δίχως αναμνήσεις. Εναν ύπνο σωσμό.
 
Θα φέρει το μαντήλι στο σπίτι, θα το καταχωνιάσει ανάμεσα στα άλλα , ένας σωρός από μαντήλια . Ολα της τα συναισθήματα μετουσιωμένα σε πολύχρωμα , αιθέρια μαντήλια : η μοναξιά της ένα μαντήλι μπλε βαθύ, ο ακυρωμένος της έρωτας , ένα μαντήλι μωβ με λίγο ροζ στην άκρη του, η παιδική της ηλικία ένα άλλο κόκκινο της φωτιάς. Μαντήλια αρπαγμένα από την κοίτη τους, που προορίζονταν να στολίσουν έναν άλλο λαιμό, κάποιας 
γυναίκας που θα πλήρωνε να τ’ αποκτήσει, συνεπαρμένη από το σχέδιο ή το χρώμα τους. Κι ήρθε αυτή να τους αλλάξει τη μοίρα, να τα καταδικάσει στην αιώνια αφάνεια.
 
Στην πραγματικότητα τα μισεί τα μαντήλια. Τα μισεί γιατί δεν μπορεί να απαλλαγεί από την παρουσία τους, δεν μπορεί να τα αγνοήσει, να τα αφήσει στην τύχη τους. Της ασκούν γοητεία ακατάληπτη, είναι η Κίρκη της και το μόνο που θέλει είναι να τ’ αποκτήσει. Οχι όμως πληρώνοντας γι αυτά. Πόσο εξάλλου μπορεί ένα φουλάρι να κοστίζει; Δεν είναι δα και άπορη. Είναι που την ώρα που το ποθητό της λάφυρο εξαφανίζεται στα άδυτα της 
τσάντας της, εκείνη νιώθει απολύτως ζωντανή. Με τις αισθήσεις της όλες τεντωμένες, ακόμα και τη γεύση του έχει στο στόμα της. Λες και καταβροχθίζει με βουλιμία ένα από εκείνα τα τεράστια παγωτά χωνάκια που τις αγόραζε ο πατέρας της όταν ζούσε, τότε που ήταν μικρή κι αγαπημένη όλων.
 
Σήμερα το αρπαγμένο αντικείμενο είναι ένα λευκό μακρόστενο μαντήλι από οργαντίνα. Τσαλακωμένο από τη βίαιη συρρίκνωσή του είναι τώρα ξαπλωμένο στο καλοστρωμένο της κρεβάτι. Το θαυμάζει. Κοιτάζει τις λεπτούτσικες κλωστές που ξεφεύγουν από τις άκρες του, το φως που αντανακλά η στιλπνή του επιφάνεια, τόσο λευκό, σαν περιστέρι που έχασε το δρόμο του και κούρνιασε στην κάμαρά της. Φαντάζεται ένα γυναικείο χέρι μιας άλλης εποχής να το κουνά σε σημάδι αποχαιρετισμού σε κάποια αποβάθρα. Το χέρι γειτονεύει με δυο μάτια που κλαίνε, στο νου της έρχεται η μορφή του φυγά Θόδωρου. Το μαντήλι ολοκληρώνει τον προορισμό του και παίρνει το δρόμο προς το συρτάρι. Εκεί θα ζήσει μέχρι ν’ αποφασιστεί η τύχη του στο μακρινό μέλλον.
 
Φτιάχνει ένα γάλα και κάνει την βραδινή της τουαλέτα. Κάθε βράδυ η επανάληψη του τελετουργικού τη βοηθάει να χαλαρώσει. Επειτα θα χαζέψει στην τηλεόραση μέχρι τα μάτια της να βαρύνουν.
 
Καθισμένη ανακούρκουδα στο κρεβάτι περιμένει να αρχίσει η ταινία. Καλή της φαίνεται, ερωτική. Αφού ο Θόδωρος πήρε τον έρωτα κι έφυγε ας ζήσει με δανεικούς. Το πορτατίφ ρίχνει ένα γλυκό φως στο κομοδίνο φωτίζοντας τρυφερά τους αγαπημένους της απόντες, τις φωτογραφίες των γονιών της που έχουν από χρόνια πεθάνει.
 
Η ταινία αρχίζει. Ενας παράξενος θόρυβος την κάνει να κρατήσει την αναπνοή της. Δεν παρακολουθεί πια το φιλμ. Τεντώνει τ’ αυτιά της για να πιάσει τους ήχους . Ενα σκυλί έξω γαυγίζει, από το διπλανό διαμέρισμα σαν να ακούγονται ομιλίες, η βρύση στάζει. Αλλη φορά ο ήχος της στάλας, της κάθε στάλας στο νεροχύτη θα την εκνεύριζε. Τώρα όμως της φαίνεται ευεργετικός. Σαν μια παρουσία ζωντανή στο σπίτι. Ενα καζανάκι από πάνω τραβήχτηκε κι ένα….
 
Πριν προλάβει να σκεφτεί τίποτα άλλο βρίσκεται γυρισμένη με τη βία μπρούμυτα στο κρεβάτι. Η μπαλκονόπορτα πίσω της ορθάνοιχτη. Τα χέρια της στην πλάτη, με τις παλάμες ενωμένες , δυο άγνωστα αντρικά χέρια κρατούν τα δικά της ακίνητα. Δυο άλλα της φράσουν το στόμα να μην φωνάξει. Ο άντρας που της κρατά τα χέρια ελευθερώνει το ένα δικό του, έτσι κι αλλιώς είναι πιο δυνατός και με το άλλο της δένει τους καρπούς στη θέση αυτή. Αρχίζει να ψάχνει τα συρτάρια βιαστικά. Φθάνει και στο συρτάρι με τα μαντήλια της. Ανασύρει ένα στην τύχη και της το βάζει στο στόμα πριν προλάβει να βγάλει την παραμικρή κραυγή. Τραβάει δεύτερο μαντήλι και της σταθεροποιεί το πρώτο στο στόμα. Τραβάει τρίτο και της κλείνει τα μάτια. Εκείνη κλαίει. Από μέσα της. Κραυγάζει εντός της, αλλά κανένας ήχος δεν διαπερνά το φράγμα του ένοχου μαντηλιού. Λες και το φουλάρι την τιμωρεί έτσι που το απέσπασε παράνομα από το νόμιμο λίκνο του.
 
Ακούει τους ήχους που κάνουν τα άγνωστα χέρια , τα άγνωστα πόδια στο σπίτι της. Συρτάρια αναποδογυρίζονται, ντουλάπια ανοίγουν, κουτιά παραβιάζονται για ν’ αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους. Οι οικονομίες της, ο βαπτιστικός της σταυρός, το δαχτυλίδι που της χάρισε ο Θόδωρος τότε που της είπε πως θέλει να είναι για πάντα μαζί, όλα τα βρίσκουν, τα διπλώνουν στα μαντήλια, τα παίρνουν. Τα δικά τους λάφυρα.
 
Τελειώνουν γρήγορα και φεύγουν. Εκείνη ακόμα στο κρεβάτι αποκαμωμένη. Τα μαντήλια μούσκεμα από τα δάκρυά της, εκείνη ακίνητη,πετρωμένη.
 
Κρυώνει. Ενα σύννεφο από χρώματα κατακλύζει το χώρο, αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι της, αισθάνεται τις άκρες τους να την χαϊδεύουν απαλά στα μαλλιά. Ενας τρελός χορός μαντηλιών πάνω από το ξαπλωμένο σώμα της. 
 
Τη βρίσκει το πρωί ναρκωμένη από έναν ύπνο βαθύ , καθαρτήριο. Ξυπνά από τη φωνή της Ελένης της καθαρίστριας που παίρνει τηλέφωνο την αστυνομία πανικόβλητη. Τα χέρια της πονάνε, το σώμα της πονάει. Τότε θυμάται , όλα τα θυμάται. Και τους ληστές και το χρυσό της σταυρό και το Θόδωρο και τους γονείς της , όλες της απουσίες της, όλες. Η Ελένη την εκλιπαρεί να την πάει στο νοσοκομείο. Αρνείται. Θα συνέρθει μόνη της, επιμένει. Μαζεύει σιγά – σιγά τα μαντήλια από το πάτωμα. Ζητάει από την Ελένη μια σακούλα σκουπιδιών. Να τα πετάξει. 
 
Μετανιώνει. Οχι, δεν θα τα πετάξει. Θα τα ενώσει πλευρά με πλευρά, θα φτιάξει ένα χρωματιστό τραπεζομάντιλο, μπορεί και δύο ή τρία, όσα της βγούνε. Θα τα φτιάξει και θα τα στρώσει στα τραπέζια. Στο τραπέζι της κουζίνας , στο τραπέζι της βεράντας , να χρωματίσει λίγο της μέρες της. Κι αν περισσέψει κανένα θα κάνει κουρτίνες για τα παράθυρα, να μπαίνει το φως του πρωινού χρωματιστό. 
 
Κι ούτε που θα σκεφτεί ξανά το Θόδωρο. Το φυγά Θόδωρο. Το Θόδωρο της απουσίας.
 
 
 
 
Η Σοφία Δημοπούλου - Πύρζα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η καταγωγή της είναι από τα Λουσικά, ένα μικρό χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και εργάστηκε ως μηχανικός στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα διατηρεί δικό της γραφείο στο Παλαιό Φάληρο. Κατά τη θητεία της στο Υπουργείο Περιβάλλοντος μελετούσε την αποκατάσταση παλιών διατηρητέων κτιρίων - καθένα με την ιστορία του, καθένα με τη δική του μνήμη. Κατανοώντας ότι ο αδυσώπητος χρόνος, γερνάει τα κτίρια όπως και τους ανθρώπους, μέσα απ' τη συγγραφή -που ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη- προσπαθεί να τον ξορκίσει, να κρατήσει τις δικές της μνήμες ζωντανές. Ασχολείται με τον ποιητικό και διηγηματογραφικό λόγο. Έχει λάβει μέρος σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και λογοτεχνικούς διαγωνσιμούς με αρκετές διακρίσεις. Το "Lapis Lazuli, η πέτρα που λείπει" ήταν το πρώτο της μυθιστόρημα.

Διαβάστε επίσης | Writing

04-12-2013
Σε ευχαριστώ. | Της Νατάσσας Αναγνώστου
Σε ευχαριστώ. | Της Νατάσσας Αναγνώστου
19-06-2013
Έντεχνος σοφία, του Γιώργου Ευγενικού
Έντεχνος σοφία, του Γιώργου Ευγενικού
08-05-2013
Τα παλιοτόμαρα της ΤιΒί του Νίκου Ορφανού
Τα παλιοτόμαρα της ΤιΒί του Νίκου Ορφανού
29-08-2013
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα…μέρος 4ον | Tου Νίκου Ορφανού
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα…μέρος 4ον | Tου Νίκου Ορφανού
13-01-2014
Χάραξε το σκοτάδι. | Tου Αντώνη Τσόκου
Χάραξε το σκοτάδι. | Tου Αντώνη Τσόκου