Head vs Heart | Της Γιώτας Μάρκου

Τελευταία στάση, τελευταίες εικόνες. Ισόβαθμες καταστάσεις. Πίσω στην πραγματικότητα. Κουρασμένο και αηδιασμένο από τα πάντα πρόσωπο, πόδια που σέρνονται, αδύναμα χέρια και μυαλό θολωμένο και πίσω στο σπίτι. Καθισμένος στο τραπέζι σου, να τρως απλά για να φας. Χωρίς να έχεις να πεις μια ιστορία σε κάποιον. Και το μόνο που αντικρίζεις είναι ένας τοίχος. Γιατί εκείνη είχε φύγει. Ήθελε να μείνει λίγο μόνη της να σκεφτεί.

Αλλά η πραγματικότητα απέχει ένα βλεφαρισμό από μια ονειροπόληση, από έναν ρεμβασμό.  Ό,τι και να πεις, ό,τι και να πω, όλοι μας ξέρουμε ποιους έχουμε δίπλα μας, τι δεν μπορούμε, ποιους θα θέλαμε, τι είμαστε, τι θέλουμε να γίνουμε, γιατί καταντήσαμε έτσι και πόσοι από εμάς είναι ευχαριστημένοι όταν κοιτάνε το καθρέφτη τους. Έπειτα, μερικά απωθημένα ξέρουμε πόσο λάθος είναι να τα ξαναζήσουμε και ας το επιθυμούμε καταφέρνοντάς το στο τέλος! Αλλά ότι και να πούμε κανείς δεν έχει την απάντηση. Το μόνο που έχουμε είναι λέξεις που μας εκφράζουν. Για μένα θα είναι πάντα ένα κείμενο που διάβασα κάποτε μιας νεαρής κοπέλας. Νομίζω πήγαινε κάπως έτσι… «Τελικά όλοι είμαστε δέσμιοι. Δέσμιοι των σκέψεων μας, των ονείρων μας. Πως γίνεται λοιπόν να μιλάμε για ελευθερία όταν εμείς οι ίδιοι φυλακίζουμε το ίδιο μας το είναι; Σταματάμε στο όνομα της αγάπης. Γιατί πολύ απλά κωλώνουμε να προχωρήσουμε γιατί σκεφτόμαστε αυτούς. “Ανεκπλήρωτοι έρωτες”, νομίζω κάποιος τους ονόμασε.

Λένε άλλωστε οι έρωτες που καίνε δεν παγώνουν. Αλλά άμα ήταν αληθινοί και δυνατοί γιατί να μείνουν ανεκπλήρωτοι; Ποιός ο λόγος να γίνετε δυνατή η ύπαρξη ενός τέτοιου έρωτα όταν δεν μπορείς να του δώσεις ζωή;

Γιατί; Γιατί να στροβιλίζουν το μυαλό μας όταν πρέπει να τους ξεχάσουμε; Γιατί να επιστρέφουν την πιο ακατάλληλη ώρα; Σημάδι; Φόβος; Τι; Ποιος τολμά άλλωστε να απαντήσει, όταν ξέρει πως η απάντηση δεν θα είναι συνήθως αυτή που επιθυμεί να ακούσει.

Ποιόν κοροϊδεύουμε τελικά; Ποιόν θα κρατήσουμε στη ζωή μας και ποιους θα χάσουμε; Μήπως τελικά ο πόλεμος, “head vs heart” επιφέρει πιο πολλά θύματα και καταστροφές από όσες νομίζουμε;».

 

Της Γιώτας Μάρκου