Προορισμός | Της Μαρίας Σεμερτζίδου

Έπινε τις τελευταίες γουλιές του καφέ της.

Τα είχε όλα έτοιμα.

Κοιτούσε ξανά και ξανά τα δωμάτια. Σε κανένα από αυτά δεν είχε αφήσει στιγμές τους. Ευτυχώς. Έκλεισε τις βαλίτσες. Μπερδεμένα τα όνειρα και οι στιγμές με τα ρούχα. Όλα σε διάφορα χρώματα. Είχε δώσει στον εαυτό της τόσο χρόνο και παραπάνω  για να πάρει την απόφαση της. Όλοι της έδωσαν από ένα χαρακτηρισμό.. κάποιοι παράτολμη.. κάποιοι γενναία… Αυτή στάθηκε στο  ότι  ήταν απλά μια απόφαση.. Η δική της. «Δε με πειράζει που φεύγεις , με πειράζει που θα έχει λίγο παραπάνω κρύο.» Και αν δεν αντέξουμε; « Έρχομαι.»  Άφησε το κλειδί στο τραπεζάκι . Κοίταξε από το παράθυρο της για ακόμα μια φορά . Έκλεισε  την πόρτα . Άφηνε δρόμο πίσω της και μετρούσε ώρες. Μετρούσε ώρες χωρίς σχέδια. Μετρούσε ώρες καθώς από το παράθυρο χάζευε τις εικόνες τους. Οι τσακώμοι, τα γέλια , οι φωνές , οι σιωπές , η αγκαλιά. Ούτε που κατάλαβε πως έφτασαν τα πόδια της έξω από το σπίτι του.. Ποτέ δεν έβρισκε την πόρτα μόνη της… Και τώρα ήταν εκεί.. Έτοιμη να την ανοίξει.. Χτύπησε.. Μια ανάσα κράτησε μέχρι που γέμισαν τα μάτια της με εκείνον.. «Εδώ  είναι ο κόσμος μου. Αυτά τα δυο χέρια τον ορίζουν. Εδώ δεν υπάρχει φόβος μα αγάπη.. Εδώ μέσα είναι ο κόσμος μου ,αγάπη μου, αλλού πάντα κάτι θα λείπει.»

Της Μαρίας Σεμερτζίδου